- λιμνάζον
- λιμνάζωform stagnant poolspres part act masc voc sgλιμνάζωform stagnant poolspres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… … Dictionary of Greek
στομαλίμνη — η, ΝΑ έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη] … Dictionary of Greek
γάμμα σφαιρίνη — Ουσία που παρασκευάζεται από λιμνάζον αίμα, το οποίο περιέχει αντισώματα εναντίον πολλών συνηθισμένων λοιμώξεων. Χρησιμοποιείται κυρίως για την πρόληψη κατά της ηπατίτιδας Α και της ιλαράς … Dictionary of Greek